πατμιακός

πατμιακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πάτμο ή προέρχεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πάτμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ιω. Σακκελίωνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”